- ψαλιδιστός
- η , ο[ν]1) разрезанный, обрезанный, подрезанный, вырезанный ножницами; 2) см. ψαλιδωτός;
η ουρά τού χελιδονιού είναι, ψαλιδιστή — хвост ласточки похож на ножницы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η ουρά τού χελιδονιού είναι, ψαλιδιστή — хвост ласточки похож на ножницы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαλιδιστός — ή, ό, Ν [ψαλιδίζω] 1. κομμένος με ψαλίδι 2. αυτός που έχει ψαλιδιές ολόγυρα 3. μτφ. αυτός που μοιάζει να έχει κοπεί με ψαλίδι («η ουρά τών χελιδονιών είναι ψαλιδιστή»). επίρρ... ψαλιδιστά Ν με ψαλίδισμα … Dictionary of Greek
ψαλιδιστός — ή, ό επίρρ. ά 1. κομμένος ολόγυρα με ψαλίδι. 2. ο κομμένος σαν ψαλίδι: Ήρθαν τα χελιδόνια με τις ψαλιδιστές ουρές τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαλιστός — ή, όν, Α [ψαλίζω] αυτός που έχει κοπεί με ψαλίδι, ψαλιδιστός … Dictionary of Greek